Ενεργετικός - ορισμός του ενεργετικός από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b5%ce%bd%ce%b5%cf%81%ce%b3%ce%b5%cf%84%ce%b9%ce%ba%cf%8c%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.945.420.194
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
ενεργετικός
Μεταφράσεις
ενεργετικός
active
Πλοηγός λέξεων
?
▲
ενδοκρινολόγος
ενδομήτριο
ενδόμυχος
ένδοξη
ένδοξο
ένδοξος
ενδοπλασματικό δίκτυο
ενδοσκοπικός
ενδοσπέρμιο
ενδοτικός
ενδοφλέβιος
ενδοχώρα
ένδυμα
ενδυμασία
ενδυναμώνω
ενδυνάμωση
ενδύομαι
ένδυση
ενέδρα
ενεδρεύω
ενέδωσα
ενενηκοστή
ενενηκοστό
ενενηκοστός
ενενήντα
ενενήντα έν
ενεός
ενεργά
ενέργεια
ενεργειακός
ενεργετικός
ενεργή
ενεργητική
ενεργητικό
ενεργητικός
ενεργητικότητα
ενεργό
ενεργοβόρος
ενεργοποίηση
ενεργοποιώ
ενεργός
ενεργώ
ένεση
ενεστώτας
ενετικός
ενέχυρο
ενεχυροδανειστήριο
ενεχυροδανειστής
ένζυμο
ενήλικας
ενήλικη
ενηλικιώνομαι
ενηλικίωση
ενήλικο
ενήλικος
ενήλικος σπουδαστής
ενήμερη
ενήμερο
ενήμερος
ενημερότητα
ενημερωμένη
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close