Εννέα - ορισμός του εννέα από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b5%ce%bd%ce%bd%ce%ad%ce%b1
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.588.673.190
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
εννέα
Μεταφράσεις
εννέα
neun
εννέα
neuf
εννέα
nine
εννέα
تِسْعَة
εννέα
devět
εννέα
ni
εννέα
nueve
εννέα
yhdeksän
εννέα
devet
εννέα
nove
εννέα
九
εννέα
9
εννέα
negen
εννέα
ni
εννέα
dziewięć
εννέα
nove
εννέα
девять
εννέα
nio
εννέα
เก้า
εννέα
dokuz
εννέα
chín
εννέα
九
Πλοηγός λέξεων
?
▲
ενθαρύνω
ένθερμη
ένθερμο
ένθερμος
ένθετη
ένθετο
ένθετος
ενθουσιάζομαι
ενθουσιάζω
ενθουσιασμένo
ενθουσιασμένη
ενθουσιασμένος
ενθουσιασμός
ενθουσιαστικά
ενθουσιαστικός
ενθουσιώδες
ενθουσιώδης
ενθουσιωδώς
ενθύμιο
ενιαία
ενιαίο
ενιαίος
ενικός
ενίοτε
ενισχυμένος
ενίσχυση
ενισχυτής
ενισχύω
ένιωθα
έννατος
εννέα
εννεάκις εκατομμύριο
εννιά
εννιακόσια
εννιακόσιες
εννιακόσιοι
εννοείται
έννοια
εννοιλογικός
εννοώ
ενοικιάζεται
ενοικιάζομαι
ενοικιάζω
ενοικίαση
ενοικίαση αυτοκινήτου
Ενοικίαση οχήματος
ενοικιαστής
ενοικιάστρια
ενοίκιο
ένοικος
ένοπλη
ένοπλη ληστεία
ένοπλο
ένοπλος
ενοποίηση
ενοποιώ
ενόραση
ενόργανη
ενόργανο
ενόργανος
ενορία
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close