ενσάρκωση
Μεταφράσεις
ενσάρκωση
embodiment, incarnation, personification化身化身inkarnationincarnatieincarnazioneinkarnation화신EncarnaciónincarnationinkarnaceвоплощениеInkarnation化身encarnação (en'sarkosi)ουσιαστικό θηλυκό
1. το να αποκτάει κν σώμα η ενσάρκωση του Χριστού
2. μεταφορικά σύμβολο, προσωποποίηση η ενσάρκωση της καλοσύνης