εντοιχισμένος
(προωθήθηκε από εντοιχισμένο)Μεταφράσεις
εντοιχισμένος
(endiçi'zmenos) αρσενικόεντοιχισμένη
(endiçi'zmeni) θηλυκόεντοιχισμένο
(endiçi'zmeno) ουδέτεροεπίθετο
χτισμένος μέσα σε τοίχο εντοιχισμένη ντουλάπα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.