Εντοιχισμένος - ορισμός του εντοιχισμένος από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b5%ce%bd%cf%84%ce%bf%ce%b9%cf%87%ce%b9%cf%83%ce%bc%ce%ad%ce%bd%ce%bf%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.944.212.158
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
εντοιχισμένος
Μεταφράσεις
εντοιχισμένος
(
endiçi'zmenos
)
αρσενικό
εντοιχισμένη
(
endiçi'zmeni
)
θηλυκό
εντοιχισμένο
(
endiçi'zmeno
)
ουδέτερο
επίθετο
χτισμένος μέσα σε τοίχο
encastré/-ée
εντοιχισμένη ντουλάπα
une armoire encastrée
Πλοηγός λέξεων
?
▲
ένταση
εντάσσομαι
εντάσσω
εντατική
εντατικό
εντατικός
ενταφή
ενταφιάζω
ενταφιασμός
εντείνομαι
εντείνω
έντεκα
εντέκατος
εντέλει
εντελέχεια
εντελώς
έντερα
εντερικός
εντερίτιδα
έντερο
εντεροκολίτιδα
έντεχνος
έντιμη
έντιμο
έντιμος
εντιμότητα
εντοιχίζω
εντοιχισμένη
εντοιχισμένη κουζίνα
εντοιχισμένο
εντοιχισμένος
εντολή
εντολοδόχος
εντομή
έντομο
έντομο της οικογένειας Phasmatodea
εντομοαπωθητικό
εντομοκτόνο
εντομοκτόνος
εντομολογία
εντομολογικός
εντομολόγος
εντομοφάγος
έντονα
έντονη
έντονο
έντονος
εντοπίζω
εντοπισμός
εντός
εντόσθια
εντοστηθιακός
εντούτοις
εντριβή
έντρομη
έντρομο
έντρομος
εντροπία
εντρυφώ
έντυπο
εντυπώνομαι
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close