εντυπωσιασμένος
ohromenýεντυπωσιασμένος
imponeretεντυπωσιασμένος
johon on tehty vaikutusεντυπωσιασμένος
impresioniranεντυπωσιασμένος
印象づけられたεντυπωσιασμένος
감명을 받은εντυπωσιασμένος
imponeradεντυπωσιασμένος
รู้สึกประทับใจεντυπωσιασμένος
có ấn tượng