εξάρτηση
Μεταφράσεις
εξάρτηση
Suchtdependence, addiction, conditioning, dependencydépendanceafhankelijkheidafhængighedberoendedependenciadipendenzadependênciazávislostзависимость (e'ksartisi)ουσιαστικό θηλυκό
1. η έλλειψη αυτονομίας η εξάρτηση από τους γονείς
2. η παθολογική ανάγκη του οργανισμού για κπ ουσία η εξάρτηση από το τσιγάρο