Εξακόσιοι - ορισμός του εξακόσιοι από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b5%ce%be%ce%b1%ce%ba%cf%8c%cf%83%ce%b9%ce%bf%ce%b9
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
10.769.793.801
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google+
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
εξακόσιοι
Μεταφράσεις
εξακόσ (ι) οι
(
eksa'kosii
)
αρσενικό
εξακόσ (ι) ες
(
eksa'kosies
)
θηλυκό
εξακόσ (ι) α
(
eksa'kosia
)
ουδέτερο
επίθετο
πληθυντικός
δηλώνει ποσότητα
six cents
Πλοηγός λέξεων
?
▲
εξάδερφος
εξάεδρο
εξαερίζω
εξαερισμός
εξαεριστήρας
εξαθλιωμένη
εξαθλιωμένο
εξαθλιωμένος
εξαθλίωση
εξαίρεση
εξαίρετη
εξαιρετικά
εξαιρετική
εξαιρετικό
εξαιρετικός
εξαίρετο
εξαίρετος
εξαιρούμαι
εξαιρουμένου
εξαιρώ
εξαίρω
εξαίσια
εξαίσιο
εξαίσιος
εξαιτίας
εξαίτιας
εξακολουθώ
εξακοντίζω
εξακόσια
εξακόσιες
εξακόσιοι
εξακριβώνω
εξακρίβωση
εξαλείφω
εξάλειψη
έξαλλα
έξαλλη
έξαλλο
έξαλλος
εξάλλου
εξάμβλωμα
εξάμετρο
εξαμηνιαίος
εξάμηνο
εξαναγκάζω
εξανάγκασα
εξαναγκασμός
εξάνθημα
εξανθρωπισμός
εξάντας
εξαντλημένη
εξαντλημένο
εξαντλημένος
εξάντληση
εξαντλητική
εξαντλητικό
εξαντλητικός
εξαντλητικότητα
εξαντλούμαι
εξαντλώ
εξαπάτηση
▼
Facebook Share
Twitter
Google+
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Google+
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close