Εξασθένηση - ορισμός του εξασθένηση από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b5%ce%be%ce%b1%cf%83%ce%b8%ce%ad%ce%bd%ce%b7%cf%83%ce%b7
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.607.701.321
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
εξασθένηση
Μεταφράσεις
εξασθένηση
(
eksa'sθenisi
)
ουσιαστικό
θηλυκό
αδυναμία
affaiblissement
αρσενικό
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
εξαντλούμαι
εξαντλώ
εξαπάτηση
εξαπατώ
εξαπίνης
εξαπλώνομαι
εξαπλώνω
εξάπλωση
εξαποδώ
εξαπολύω
εξάπτω
εξαργυρώνω
εξαρθρώνομαι
εξαρθρώνω
εξάρθρωση
έξαρση
εξαρτάται
εξάρτημα
εξαρτημένος
εξάρτηση
εξαρτησιογόνος
εξάρτυση
εξαρτώμαι
εξαρτώμενος
εξαρχής
έξαρχος
εξάς
εξασθενημένo
εξασθενημένη
εξασθενημένος
εξασθένηση
εξασθενίζω
εξασθένιση
εξασθενώ
εξάσκηση
εξασκούμαι
εξασκώ
εξασφαλίζω
εξασφάλιση
εξασφαλισμένος
εξατμίζομαι
εξατμίζω
εξάτμιση
εξατμιστής
εξατομίκευση
εξατομικεύω
εξαϋλώνω
εξαφανίζομαι
εξαφανίζω
εξαφάνιση
εξαφανισμένος
εξαφανιστεί
έξαφνα
εξαχνίζω
εξαχνώνω
εξάχνωση
έξαψη
εξεγείρομαι
εξεγείρω
εξέγερση
εξέδρα
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close