εξελικτικός
(προωθήθηκε από εξελικτικό)Μεταφράσεις
εξελικτικός
(ekselikti'kos)εξελικτική
(ekselikti'ci)εξελικτικό
developmental, evolutionaryevolutivaэволюционныйevolutiva진화EvolučníEvolutionaireеволюционна进化進化進化 (ekselikti'ko)επίθετο
που αλλάζει σύμφωνα με τα δεδομένα