εξηκοστός
(προωθήθηκε από εξηκοστό)Μεταφράσεις
εξηκοστός
(eksiko'stos) αρσενικόεξηκοστή
(eksiko'sti) θηλυκόεξηκοστό
soixantième (eksiko'sto) ουδέτεροεπίθετο
που βρίσκεται στη θέση εξήντα μιας σειράς
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.