Εξοπλισμένος - ορισμός του εξοπλισμένος από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b5%ce%be%ce%bf%cf%80%ce%bb%ce%b9%cf%83%ce%bc%ce%ad%ce%bd%ce%bf%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.385.286.457
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google+
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
εξοπλισμένος
Μεταφράσεις
εξοπλισμένος
مُجَهَّز
εξοπλισμένος
vybavený
εξοπλισμένος
udstyret
εξοπλισμένος
ausgerüstet
εξοπλισμένος
equipped
εξοπλισμένος
equipado
εξοπλισμένος
varustettu
εξοπλισμένος
équipé
εξοπλισμένος
opremljen
εξοπλισμένος
equipaggiato
εξοπλισμένος
備えた
εξοπλισμένος
갖춘
εξοπλισμένος
uitgerust
εξοπλισμένος
utstyrt
εξοπλισμένος
wyposażony
εξοπλισμένος
equipado
εξοπλισμένος
снаряженный
εξοπλισμένος
utrustad
εξοπλισμένος
ครบครัน
εξοπλισμένος
donanımlı
εξοπλισμένος
được trang bị
εξοπλισμένος
装备完善的
Πλοηγός λέξεων
?
▲
εξοικειώνομαι
εξοικειώνω
εξοικείωση
εξοικονόμηση
εξοικονομώ
εξοκέλλω
εξολόθρευση
εξολοθρευτής
εξολοθρεύω
εξομοιώνομαι
εξομοιώνω
εξομοιωτής
εξομολόγηση
εξομολογητής
εξομολογητικός
εξομολογούμαι
εξομολογώ
εξομώνω
έξον
εξοντώνω
εξόντωση
εξοντωτική
εξοντωτικό
εξοντωτικός
εξονυχιστικά
εξονυχιστική
εξονυχιστικό
εξονυχιστικός
εξοπλίζομαι
εξοπλίζω
εξοπλισμένος
εξοπλισμός
εξοπλισμός ψαρέματος
εξοργίζομαι
εξοργίζω
εξοργισμένος
εξοργιστική
εξοργιστικό
εξοργιστικός
εξορία
εξορίζω
εξόριστη
εξόριστο
εξόριστος
εξορκίζω
εξορμάω
εξόρμηση
εξορμώ
εξόρυξη
εξορύσσω
εξοστρακίζω
εξοστρακισμός
εξουδετερώνομαι
εξουδετερώνω
εξουδετέρωση
εξουθενώνομαι
εξουθενώνω
εξουθένωση
εξουθενωτική
εξουθενωτικό
εξουθενωτικός
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close