Εξορμάω - ορισμός του εξορμάω από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b5%ce%be%ce%bf%cf%81%ce%bc%ce%ac%cf%89
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
13.366.548.522
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
εξορμάω
Μεταφράσεις
εξορμάω
(
eksor'mao
)
εξορμώ
(
eksor'mo
)
ρήμα
αμετάβατο (ρήμα)
κάνω εξόρμηση
se précipiter se ruer
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
εξομολογούμαι
εξομολογώ
εξομώνω
έξον
εξοντώνω
εξόντωση
εξοντωτική
εξοντωτικό
εξοντωτικός
εξονυχιστικά
εξονυχιστική
εξονυχιστικό
εξονυχιστικός
εξοπλίζομαι
εξοπλίζω
εξοπλισμένος
εξοπλισμός
εξοπλισμός ψαρέματος
εξοργίζομαι
εξοργίζω
εξοργισμένος
εξοργιστική
εξοργιστικό
εξοργιστικός
εξορία
εξορίζω
εξόριστη
εξόριστο
εξόριστος
εξορκίζω
εξορμάω
εξόρμηση
εξορμώ
εξόρυξη
εξορύσσω
εξοστρακίζω
εξοστρακισμός
εξουδετερώνομαι
εξουδετερώνω
εξουδετέρωση
εξουθενώνομαι
εξουθενώνω
εξουθένωση
εξουθενωτική
εξουθενωτικό
εξουθενωτικός
εξουσία
εξουσιάζω
εξουσιοδότηση
εξουσιοδοτούμαι
εξουσιοδοτώ
εξόφθαλμος
εξόφληση
εξοφλώ
έξοχα
εξοχή
έξοχη
εξοχική
εξοχικό
εξοχικό σπίτι
εξοχικός
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close