εξοχικός
(προωθήθηκε από εξοχικό)Μεταφράσεις
εξοχικός
(eksoçi'kos) αρσενικόεξοχική
(eksoçi'ci) θηλυκόεξοχικό
(eksoçi'ko) ουδέτεροεπίθετο
που βρίσκεται στην εξοχή εξοχικό σπίτι εξοχικό περιβάλλον
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.