εξωπραγματικός
(προωθήθηκε από εξωπραγματική)Μεταφράσεις
εξωπραγματικός
(eksopraɣmati'kos)εξωπραγματική
(eklsopraɣmati'ci)εξωπραγματικό
(eksopraɣmati'ko)επίθετο
που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.