Επάλειψη - ορισμός του επάλειψη από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b5%cf%80%ce%ac%ce%bb%ce%b5%ce%b9%cf%88%ce%b7
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.663.891.513
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
επάλειψη
Μεταφράσεις
επάλειψη
مَعْجُون
επάλειψη
pomazánka
επάλειψη
spredning
επάλειψη
Verbreitung
επάλειψη
spread
επάλειψη
pasta para extender sobre pan
,
propagación
επάλειψη
leviäminen
επάλειψη
étendue
επάλειψη
namaz
επάλειψη
diffusione
επάλειψη
広がること
επάλειψη
확산
επάλειψη
smeersel
επάλειψη
spennvidde
επάλειψη
rozprzestrzenienie (się)
επάλειψη
extensão
επάλειψη
распространение
επάλειψη
spridning
επάλειψη
อาหารที่ใช้ทาขนมปัง
επάλειψη
yayılım
επάλειψη
sự trải ra
επάλειψη
涂抹酱
Πλοηγός λέξεων
?
▲
επαγγελματική
επαγγελματικό
επαγγελματικό ταξίδι
επαγγελματικός
επαγγελματισμός
επαγρύπνηση
επαγρύπνιση
επαγωγή
επαγωγικός
έπαθα
Έπαθα ατύχημα
Έπαθα κράμπα στο πόδι
Έπαθα λάστιχο
έπαθλο
επαινετική
επαινετικό
επαινετικός
επαινετός
επαινός
έπαινος
επαινώ
έπαιξα
επαίσχυντος
επαιτεία
επαίτης
επαιτώ
επακόλουθο
επακόλουθος
επακολουθώ
επαλείφω
επάλειψη
επαληθεύομαι
επαλήθευση
επαληθεύσιμος
επαληθεύω
επάλξεις
έπαλξη
επαμφοτερίζων
επαναβεβαιώνω
επαναδραστηριοποίηση
επαναθέτω
επανάκτηση
επανακτώ
επαναλαμβάνoμαι
επαναλαμβάνομαι
επαναλαμβανόμενος
επαναλαμβάνω
επαναλαμβάνω φάση αγώνα
επαναλειτουργώ
επαναληπτικά
επαναληπτική
επαναληπτικό
επαναληπτικός
επανάληψη
επανάληψη φάσης αγώνα
επαναπατρίζομαι
επαναπατρίζω
επαναπατρισμός
επαναπαύομαι
επαναπέμπω
επαναπροσδιορίζω
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close