Επαίσχυντος - ορισμός του επαίσχυντος από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b5%cf%80%ce%b1%ce%af%cf%83%cf%87%cf%85%ce%bd%cf%84%ce%bf%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.599.873.710
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
επαίσχυντος
Αναζητήσεις σχετικές με επαίσχυντος:
επονείδιστος
Μεταφράσεις
επαίσχυντος
disgraceful
,
wicked
επαίσχυντος
شَرِير
επαίσχυντος
zlý
επαίσχυντος
ond
επαίσχυντος
böse
επαίσχυντος
malvado
επαίσχυντος
paha
επαίσχυντος
malicieux
επαίσχυντος
podao
επαίσχυντος
cattivo
επαίσχυντος
邪悪な
επαίσχυντος
사악한
επαίσχυντος
kwaadaardig
επαίσχυντος
ond
επαίσχυντος
niegodziwy
επαίσχυντος
malvado
επαίσχυντος
злобный
επαίσχυντος
elak
επαίσχυντος
ชั่วร้าย
επαίσχυντος
hain
επαίσχυντος
xấu xa
επαίσχυντος
邪恶的
Πλοηγός λέξεων
?
▲
εορτασμός
εορταστική
εορταστικό
εορταστικός
εορτή
επάγγελμα
επαγγελματίας
Επαγγελματικά
επαγγελματική
επαγγελματικό
επαγγελματικό ταξίδι
επαγγελματικός
επαγγελματισμός
επαγρύπνηση
επαγρύπνιση
επαγωγή
επαγωγικός
έπαθα
Έπαθα ατύχημα
Έπαθα κράμπα στο πόδι
Έπαθα λάστιχο
έπαθλο
επαινετική
επαινετικό
επαινετικός
επαινετός
επαινός
έπαινος
επαινώ
έπαιξα
επαίσχυντος
επαιτεία
επαίτης
επαιτώ
επακόλουθο
επακόλουθος
επακολουθώ
επαλείφω
επάλειψη
επαληθεύομαι
επαλήθευση
επαληθεύσιμος
επαληθεύω
επάλξεις
έπαλξη
επαμφοτερίζων
επαναβεβαιώνω
επαναδραστηριοποίηση
επαναθέτω
επανάκτηση
επανακτώ
επαναλαμβάνoμαι
επαναλαμβάνομαι
επαναλαμβανόμενος
επαναλαμβάνω
επαναλαμβάνω φάση αγώνα
επαναλειτουργώ
επαναληπτικά
επαναληπτική
επαναληπτικό
επαναληπτικός
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close