Επαληθεύσιμος - ορισμός του επαληθεύσιμος από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b5%cf%80%ce%b1%ce%bb%ce%b7%ce%b8%ce%b5%cf%8d%cf%83%ce%b9%ce%bc%ce%bf%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.380.474.583
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google+
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
επαληθεύσιμος
Μεταφράσεις
επαληθεύσιμος
verifiable
επαληθεύσιμος
vérifiable
Πλοηγός λέξεων
?
▲
επαγγελματικός
επαγγελματισμός
επαγρύπνηση
επαγρύπνιση
επαγωγή
επαγωγικός
έπαθα
Έπαθα ατύχημα
Έπαθα κράμπα στο πόδι
Έπαθα λάστιχο
έπαθλο
επαινετική
επαινετικό
επαινετικός
επαινετός
επαινός
έπαινος
επαινώ
έπαιξα
επαίσχυντος
επαιτεία
επαίτης
επαιτώ
επακόλουθο
επακόλουθος
επακολουθώ
επαλείφω
επάλειψη
επαληθεύομαι
επαλήθευση
επαληθεύσιμος
επαληθεύω
επάλξεις
έπαλξη
επαμφοτερίζων
επαναβεβαιώνω
επαναδραστηριοποίηση
επαναθέτω
επανάκτηση
επανακτώ
επαναλαμβάνoμαι
επαναλαμβάνομαι
επαναλαμβανόμενος
επαναλαμβάνω
επαναλαμβάνω φάση αγώνα
επαναλειτουργώ
επαναληπτικά
επαναληπτική
επαναληπτικό
επαναληπτικός
επανάληψη
επανάληψη φάσης αγώνα
επαναπατρίζομαι
επαναπατρίζω
επαναπατρισμός
επαναπαύομαι
επαναπέμπω
επαναπροσδιορίζω
επανάσταση
επαναστάτης
επαναστατική
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close