Επανένωση - ορισμός του επανένωση από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b5%cf%80%ce%b1%ce%bd%ce%ad%ce%bd%cf%89%cf%83%ce%b7
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.664.165.753
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
επανένωση
Μεταφράσεις
επανένωση
reunion
,
reunification
επανένωση
اِجْتِمَاعُ الشَّمْل
επανένωση
sraz
επανένωση
genforening
επανένωση
Zusammenkunft
επανένωση
reunión
επανένωση
jälleennäkeminen
επανένωση
retrouvailles
επανένωση
okupljanje
επανένωση
riunione
επανένωση
再会
επανένωση
재회
επανένωση
reünie
επανένωση
gjenforening
επανένωση
spotkanie
επανένωση
reunião
επανένωση
воссоединение
επανένωση
återförening
επανένωση
การกลับมารวมกันใหม่
επανένωση
yeniden bir araya gelme
επανένωση
sự đoàn tụ
επανένωση
重聚
Πλοηγός λέξεων
?
▲
επαναπέμπω
επαναπροσδιορίζω
επανάσταση
επαναστάτης
επαναστατική
επαναστατικό
επαναστατικός
επαναστάτρια
επαναστατώ
επανασυνδέω
επανασύνθεση
επαναταξινομώ
επανατοποθετώ
επαναφέρω
επαναφορά
επαναφορτίζω
επανδρώνω
επανεγκαθιστώ
επανειλημμένα
επανειλημμένη
επανειλημμένος
επανειλημμένως
επανειλλημένο
επανεκδίδω
επανέκδοση
επανεκλογή
επανεμφανίζομαι
επανεμφάνιση
επανένταξη
επανεντάσσω
επανένωση
επανεξετάζω
επανέρχομαι
επάνοδος
επανοθέτω
επανορθώνω
επανόρθωση
επάνω
επάρατος
επάργυρη
επάργυρο
επάργυρος
επάρκεια
επαρκής
επαρκής, αρκετός
επαρκώ
επαρκώς
έπαρση
επαρχία
επαρχιακή
επαρχιακό
επαρχιακός
επαρχιώτης
επαρχιωτισμός
επαρχιώτισσα
έπαυλη
επαυξάνω
επαύξηση
επαφανειακό
επαφή
επαχθής
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close