Επανορθώνω - ορισμός του επανορθώνω από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b5%cf%80%ce%b1%ce%bd%ce%bf%cf%81%ce%b8%cf%8e%ce%bd%cf%89
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.734.050.371
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
επανορθώνω
Μεταφράσεις
επανορθώνω
retrieve
,
remedy
,
rectify
επανορθώνω
يُصَحِّحُ
επανορθώνω
napravit
επανορθώνω
berigtige
επανορθώνω
berichtigen
επανορθώνω
rectificar
επανορθώνω
oikaista
επανορθώνω
rectifier
επανορθώνω
ispraviti
επανορθώνω
rettificare
επανορθώνω
修正する
επανορθώνω
개정하다
επανορθώνω
rectificeren
επανορθώνω
korrigere
επανορθώνω
poprawić
επανορθώνω
retificar
επανορθώνω
исправлять
επανορθώνω
rätta till
επανορθώνω
แก้ให้ถูกต้อง
επανορθώνω
düzeltmek
επανορθώνω
sửa lại
επανορθώνω
矫正
Πλοηγός λέξεων
?
▲
επαναστατικό
επαναστατικός
επαναστάτρια
επαναστατώ
επανασυνδέω
επανασύνθεση
επαναταξινομώ
επανατοποθετώ
επαναφέρω
επαναφορά
επαναφορτίζω
επανδρώνω
επανεγκαθιστώ
επανειλημμένα
επανειλημμένη
επανειλημμένος
επανειλημμένως
επανειλλημένο
επανεκδίδω
επανέκδοση
επανεκλογή
επανεμφανίζομαι
επανεμφάνιση
επανένταξη
επανεντάσσω
επανένωση
επανεξετάζω
επανέρχομαι
επάνοδος
επανοθέτω
επανορθώνω
επανόρθωση
επάνω
επάρατος
επάργυρη
επάργυρο
επάργυρος
επάρκεια
επαρκής
επαρκής, αρκετός
επαρκώ
επαρκώς
έπαρση
επαρχία
επαρχιακή
επαρχιακό
επαρχιακός
επαρχιώτης
επαρχιωτισμός
επαρχιώτισσα
έπαυλη
επαυξάνω
επαύξηση
επαφανειακό
επαφή
επαχθής
έπαψα
επείγει
Επείγον
επειγόντως
επείγουσα
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close