Επειδή είχε απεργία - ορισμός του επειδή είχε απεργία από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b5%cf%80%ce%b5%ce%b9%ce%b4%ce%ae+%ce%b5%ce%af%cf%87%ce%b5+%ce%b1%cf%80%ce%b5%cf%81%ce%b3%ce%af%ce%b1
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.588.634.136
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
επειδή είχε απεργία
Μεταφράσεις
επειδή είχε
απεργία
→
بِسَبَبٍ إِضرابٌ
→ Protože byla stávka
→ Fordi der var strejke
→
weil gestreikt wurde
→
Because there was a strike
→
because there was a strike
→
porque había huelga
→
Porque había huelga
→ lakon vuoksi
→
À cause d'une grève
→ jer je bio štrajk
→
A causa dello sciopero
→ ストライキがあったからです
→ 파업이 있었기 때문이에요
→
omdat er werd gestaakt
→
fordi det var streik
→
z powodu strajku
→
porque teve uma greve
→
porque houve uma greve
→
из-за забастовки
→ eftersom det var strejk
→ เพราะมีการประท้วง
→
Grev vardı, o yüzden
→ Vì có đình công
→
因为罢工
Collins Multilingual Translator © HarperCollins Publishers 2009
Πλοηγός λέξεων
?
▲
επάργυρη
επάργυρο
επάργυρος
επάρκεια
επαρκής
επαρκής, αρκετός
επαρκώ
επαρκώς
έπαρση
επαρχία
επαρχιακή
επαρχιακό
επαρχιακός
επαρχιώτης
επαρχιωτισμός
επαρχιώτισσα
έπαυλη
επαυξάνω
επαύξηση
επαφανειακό
επαφή
επαχθής
έπαψα
επείγει
Επείγον
επειγόντως
επείγουσα
επείγουσα ανάγκη
επείγων
επειδή
επειδή είχε απεργία
έπεισα
επεισόδιο
έπειτα
επέκταση
επεκτασιμότητα
επεκτατικός
επεκτείνομαι
επεκτείνω
επέλαση
επεμβαίνω
επέμβαση
επεμβατισμός
επένδυση
επενδυτής
επενδύω
επενέργεια
επενεργώ
επεξεργάζομαι
επεξεργασία
επεξεργαστής
επεξεργαστής εγγράφου
επεξεργαστής κειμένου
επεξήγηση
επεξηγητικός
επεξηγώ
έπεσα
Έπεσε
Έπεσε η μπαταρία
επέτειος
επέτειος γάμου
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close