επεμβαίνω
Μεταφράσεις
επεμβαίνω
interfere (epem'veno)ρήμα αμετάβατο (ρήμα)
1. ενεργώ έτσι ώστε να επηρεάσω κπ εξέλιξη επεμβαίνω σε συζήτηση
2. συμμετέχω σε κτ που δε με αφορά Εσύ γιατί επεμβαίνεις τώρα;
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.