Επενδυτής - ορισμός του επενδυτής από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b5%cf%80%ce%b5%ce%bd%ce%b4%cf%85%cf%84%ce%ae%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.658.169.491
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
επενδυτής
Μεταφράσεις
επενδυτής
investor
επενδυτής
investisseur
επενδυτής
مُسْتَثْمِرٌ
επενδυτής
investor
επενδυτής
investor
επενδυτής
Investor
επενδυτής
inversor
επενδυτής
sijoittaja
επενδυτής
investitor
επενδυτής
investitore
επενδυτής
投資者
επενδυτής
투자자
επενδυτής
investeerder
επενδυτής
investor
επενδυτής
inwestor
επενδυτής
investidor
επενδυτής
инвестор
επενδυτής
investerare
επενδυτής
นักลงทุน
επενδυτής
yatırımcı
επενδυτής
nhà đầu tư
επενδυτής
投资者
Πλοηγός λέξεων
?
▲
επαρχιωτισμός
επαρχιώτισσα
έπαυλη
επαυξάνω
επαύξηση
επαφανειακό
επαφή
επαχθής
έπαψα
επείγει
Επείγον
επειγόντως
επείγουσα
επείγουσα ανάγκη
επείγων
επειδή
επειδή είχε απεργία
έπεισα
επεισόδιο
έπειτα
επέκταση
επεκτασιμότητα
επεκτατικός
επεκτείνομαι
επεκτείνω
επέλαση
επεμβαίνω
επέμβαση
επεμβατισμός
επένδυση
επενδυτής
επενδύω
επενέργεια
επενεργώ
επεξεργάζομαι
επεξεργασία
επεξεργαστής
επεξεργαστής εγγράφου
επεξεργαστής κειμένου
επεξήγηση
επεξηγητικός
επεξηγώ
έπεσα
Έπεσε
Έπεσε η μπαταρία
επέτειος
επέτειος γάμου
επευφημία
επευφημίες
επευφημώ
έπηξα
επηρεάζομαι
επηρεάζω
επήρεια
επί
επί μακρόν
επί του παρόντος
επί τούτου
επί τούτω
έπιασα
επιβάλλομαι
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close