επιλεκτικός
(προωθήθηκε από επιλεκτική)Μεταφράσεις
επιλεκτικός
(epilekti'kos) αρσενικόεπιλεκτική
(epilekti'ci) θηλυκόεπιλεκτικό
selectiveselectivaselektiveselettivaselectieve选择性選擇性selektivníselektivסלקטיבית選択selektiv (epilekti'ko) ουδέτεροεπίθετο
που προσέχει πολύ όταν διαλέγει κτ Είμαι επιλεκτικός στις προτιμήσεις μου.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.