Επιπλωμένος - ορισμός του επιπλωμένος από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b5%cf%80%ce%b9%cf%80%ce%bb%cf%89%ce%bc%ce%ad%ce%bd%ce%bf%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.658.063.332
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
επιπλωμένος
Μεταφράσεις
επιπλωμένος
مَفْرُوش
επιπλωμένος
zařízený
επιπλωμένος
møbleret
επιπλωμένος
möbliert
επιπλωμένος
furnished
επιπλωμένος
amueblado
επιπλωμένος
kalustettu
επιπλωμένος
meublé
επιπλωμένος
namješten
επιπλωμένος
arredato
επιπλωμένος
家具付きの
επιπλωμένος
가구가 갖추어진
επιπλωμένος
gemeubileerd
επιπλωμένος
møblert
επιπλωμένος
umeblowany
επιπλωμένος
mobilado
επιπλωμένος
меблированный
επιπλωμένος
möblerad
επιπλωμένος
ซึ่งมีเครื่องเรือนพร้อม
επιπλωμένος
mobilyalı
επιπλωμένος
đã trang bị đồ đạc
επιπλωμένος
精装的
Πλοηγός λέξεων
?
▲
επιμορφωτικό σεμινάριο
επιμύθιο
επινεφριδικός
επινόηση
επινοητική
επινοητικό
επινοητικός
επινοητικότητα
επινοώ
επιορκία
επίορκος
επιορκώ
επίπαγος
επίπεδη
επίπεδη επιφάνεια
επίπεδο
επίπεδος
επιπεφυκίτιδα
επιπεφυκώς
έπιπλα
επιπλέον
επιπλέον αποσκευές
επίπλευση
επιπλέω
επιπλέων
επίπληξη
επιπλήττω
έπιπλο
επιπλοκή
επιπλοποιός
επιπλωμένος
επιπλώνω
επίπλωση
επιπόλαια
επιπόλαιη
επιπόλαιο
επιπολαίος
επιπόλαιος
επιπολαιότητα
επίπονη
επίπονο
επίπονος
επιπρόσθετος
επίπτωση
επιρρέπεια
επιρρεπές
επιρρεπής
επίρρημα
επιρρηματική έκφραση
επιρρηματικός
επιρρίπτω
επιρροή
επίσημo
επίσημα
επισημαίνω
επίσημη
επίσημη αργία
επίσημη γλώσσα
επίσημο δείπνο
επισημοποίηση
επισημοποιώ
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close