επιπόλαιος
Μεταφράσεις
επιπόλαιος
(epi'poleos) αρσενικόεπιπόλαιη
(epi'polei) θηλυκόεπιπόλαιο
frivolous, shallow, superficial (epi'poleo) ουδέτεροεπίθετο
1. που λειτουργεί χωρίς σκέψη επιπόλαιη απάντηση επιπόλαιο κορίτσι
2. όχι σοβαρός επιπόλαιο τραύμα