επιστημονικός
(προωθήθηκε από επιστημονική)Μεταφράσεις
επιστημονικός
(epistimoni'kos) αρσενικόεπιστημονική
(epistimoni'ci) θηλυκόεπιστημονικό
scientifiquescientificعِلْميّvědeckývidenskabeligwissenschaftlichcientíficotieteellinenznanstveniscientifico科学の과학적인wetenschappelijkvitenskapelignaukowycientíficoнаучныйvetenskapligตามหลักวิทยาศาสตร์bilimselcó tính khoa học科学的, 科学科學 (epistimoni'ko) ουδέτεροεπίθετο
1. που έχει σχέση με κπ επιστήμη επιστημονική θεωρία
2. που έχει σχέση με επιστήμονες επιστημονική επιτροπή
3. φανταστική δημιουργία με εξελιγμένα τεχνολογικά μέσα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.