επιτηδευμένος
(προωθήθηκε από επιτηδευμένο)Αναζητήσεις σχετικές με επιτηδευμένο: επιτηδευμένη
Μεταφράσεις
επιτηδευμένος
(epitiðev'menos)επιτηδευμένη
(epitiðev'meni)επιτηδευμένο
affected (epitiðev'meno)επίθετο
που δεν είναι φυσικός, αλλά προσποιείται παίρνω επιτηδευμένο ύφος
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.