επιτρέπω την είσοδο
přijmoutεπιτρέπω την είσοδο
lukke indεπιτρέπω την είσοδο
päästää sisäänεπιτρέπω την είσοδο
primitiεπιτρέπω την είσοδο
入場を許すεπιτρέπω την είσοδο
입장을 허락하다επιτρέπω την είσοδο
ge tillträdeεπιτρέπω την είσοδο
ยอมให้เข้าεπιτρέπω την είσοδο
cho vào