επιφυλακτικός
(προωθήθηκε από επιφυλακτικό)Μεταφράσεις
επιφυλακτικός
(epifilakti'kos) αρσενικόεπιφυλακτική
(epifilakti'ci) θηλυκόεπιφυλακτικό
cagey, cautious, reserved, warycauto谨慎謹慎voorzichtigopatrnývorsichtigזהירförsiktigالحذر (epifilakti'ko) ουδέτεροεπίθετο
συγκρατημένος επιφυλακτική στάση