επιχειρηματικός
(προωθήθηκε από επιχειρηματική)Μεταφράσεις
επιχειρηματικός
(epiçirimati'kos)επιχειρηματική
(epiçirimati'ci)επιχειρηματικό
enterprisingnegocioentrepriseбизнесбизнесעסקיםビジネス비즈니스ธุรกิจ (epiçirimati'ko)επίθετο
σχετικός με επιχείρηση επιχειρηματικό μυαλόπνεύμα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.