ερασιτέχνης
Μεταφράσεις
ερασιτέχνης
amateurDilettant, Amateuramateur, dilettanteهَاوٍamatéramatøraficionado, amateuramatööriamaterdilettanteアマチュア아마추어amateuramatøramatoramadorлюбительamatörมือสมัครเล่นamatörngười nghiệp dư业余爱好者, 业余業餘 (erasi'texnis)ουσιαστικό αρσενικό-θηλυκό
1. που ασχολείται με κτ πολύ, αλλά όχι επαγγελματικά Έγινε ερασιτέχνης ψαράς.
2. υβριστικό που δεν είναι καλός επαγγελματίας δουλειά ερασιτέχνη