εργατικός
(προωθήθηκε από εργατικό)Μεταφράσεις
εργατικός
(erɣati'kos) αρσενικόεργατική
(erɣati'ci) θηλυκόεργατικό
labora, laborematravailleurassiduous, diligent (erɣati'ko) ουδέτεροεπίθετο
1. που δουλεύει πολύ εργατικός υπάλληλος
2. σχετικός με τους εργάτες εργατική απεργία
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.