εργατικός
(προωθήθηκε από εργατικό)Μεταφράσεις
εργατικός
(erɣati'kos) αρσενικόεργατική
(erɣati'ci) θηλυκόεργατικό
labora, laborematravailleurassiduous, diligent (erɣati'ko) ουδέτεροεπίθετο
1. που δουλεύει πολύ εργατικός υπάλληλος
2. σχετικός με τους εργάτες εργατική απεργία