ερευνητικός
Μεταφράσεις
ερευνητικός
(erevniti'kos) αρσενικόερευνητική
(erevniti'ci) θηλυκόερευνητικό
ResearchinvestigaciónForschungricercaonderzoek研究研究VýzkumForskningTutkimusמחקר研究 (erevniti'ko) ουδέτεροεπίθετο
1. σχετικός με έρευνα ερευνητικό κέντρο
2. με διάθεση να βρει κτ ερευνητικό βλέμμα ερευνητικό πνεύμα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.