ερμητικός
(προωθήθηκε από ερμητικό)Μεταφράσεις
ερμητικός
(ermiti'kos) αρσενικόερμητική
(ermiti'ci) θηλυκόερμητικό
hermétique (ermiti'ko) ουδέτεροεπίθετο
αδιαπέραστος, στεγανός
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.