ετοιμόλογος
(προωθήθηκε από ετοιμόλογο)Μεταφράσεις
ετοιμόλογος
(etim'moloɣos) αρσενικόετοιμόλογη
(eti'moloʝi) θηλυκόετοιμόλογο
(eti'moloɣo) ουδέτεροεπίθετο
που απαντάει γρήγορα και έξυπνα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.