ευέλικτος
(προωθήθηκε από ευέλικτη)Μεταφράσεις
ευέλικτος
(e'veliktos) αρσενικόευέλικτη
(e'velikti) θηλυκόευέλικτο
flexibleflexibleflessibileflexívelelastyczne灵活靈活flexibilnífleksibeljoustavaגמיש유연한 (e'velikto) ουδέτεροεπίθετο
1. που προσαρμόζεται γρήγορα ευέλικτος πολιτικός
2. που δίνει εναλλακτικές λύσεις ευέλικτο σχέδιο
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.