Ευεργετώ - ορισμός του ευεργετώ από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b5%cf%85%ce%b5%cf%81%ce%b3%ce%b5%cf%84%cf%8e
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
12.727.313.996
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
ευεργετώ
Μεταφράσεις
ευεργετώ
(
everʝe'to
)
ρήμα
μεταβατικό (ρήμα)
προσφέρω χρήματα για κπ σκοπό
faire le bien
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
ευγνωμοσύνη
ευγνώμων
ευγονία
ευγονική
εύγονος
ευδαιμονία
ευδιάθετη
ευδιάθετο
ευδιάθετος
ευδιάκριτη
ευδιάκριτο
ευδιάκριτος
ευδιάλλακτος
ευδοκιμώ
εύεδρος
ευέλικτη
ευέλικτο
ευέλικτο ωράριο
ευέλικτος
ευελιξία
ευελπιστώ
ευέξαπτος
ευεξήγητος
ευεξία
ευεπηρέαστος
ευεργέτης
ευεργετική
ευεργετικό
ευεργετικός
ευεργέτρια
ευεργετώ
ευερέθιστος
εύζωνας
ευήθεια
ευήθης
ευήθως
ευημερία
ευημερώ
ευθανασία
ευθαρσώς
ευθεία
εύθικτη
εύθικτο
εύθικτος
ευθοίωνος
εύθραστος
εύθραυστη
εύθραυστο
εύθραυστος
εύθρυπτος
ευθύ
ευθυγραμμίζω
ευθυδικία
ευθυκρισία
εύθυμη
ευθυμία
εύθυμο
εύθυμος
ευθύνη
ευθύνομαι
ευθύς
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close