ευκαιριακός
(προωθήθηκε από ευκαιριακή)Μεταφράσεις
ευκαιριακός
(efceria'kos) αρσενικόευκαιριακή
(efceria'ci) θηλυκόευκαιριακό
opportunistic (efceria'ko) ουδέτεροεπίθετο
προσωρινός ευκαιριακή δουλειά
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.