ευνοϊκός
(προωθήθηκε από ευνοϊκή)Μεταφράσεις
ευνοϊκός
(evnoi'kos) αρσενικόευνοϊκή
(evnoi'ci) θηλυκόευνοϊκό
favorable, favourablefavorafavorablegünstig (evnoi'ko) ουδέτεροεπίθετο
1. που δείχνει εύνοια είμαι ευνοϊκός (απέναντι) σε κτ
2. που βολεύει, εξυπηρετεί ευνοϊκοί όροι ευνοϊκός άνεμος
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.