ευχαριστημένος
(προωθήθηκε από ευχαριστημένη)Μεταφράσεις
ευχαριστημένος
(efxaristi'menos) αρσενικόευχαριστημένη
(efxaristi'meni) θηλυκόευχαριστημένο
happy, content, delightedfelizfeliceсчастливыйfelizسعيدЩастливשמח행복한 (efxaristi'meno) ουδέτεροεπίθετο
ικανοποιημένος Είμαι ευχαριστημένη από τη δουλειά μου.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.