Εφηβικό - ορισμός του εφηβικό από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b5%cf%86%ce%b7%ce%b2%ce%b9%ce%ba%cf%8c
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.378.876.341
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google+
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
εφηβικός
(προωθήθηκε από
εφηβικό
)
Μεταφράσεις
εφηβικός
(
efivi'kos
)
αρσενικό
εφηβική
(
efivi'ci
)
θηλυκό
εφηβικό
teenage
,
adolescent
plenkreskiĝa
adolescent
(
efivi'ko
)
ουδέτερο
επίθετο
σχετικός με την εφηβεία
d'adolescence d'adolescent
εφηβικός έρωτας
un amour d'adolescence
Πλοηγός λέξεων
?
▲
εφαρμοστός
εφέ
εφεδρεία
εφεδρικό αρχείο
εφεδρικό εισιτήριο
εφεδρικός
έφεδρος
εφεκτικός
έφεξα
εφεξής
έφερα
εφεσείων
έφεση
εφεσιβάλλω
εφεσίβλητος
Εφεσίους
εφετικός
εφεύρεση
εφευρέτης
εφευρετική
εφευρετικό
εφευρετικός
εφευρετικότητα
εφευρέτρια
εφευρίσκω
εφήβαιο
εφηβεία
έφηβη
εφηβική
εφηβική ηλικία
εφηβικό
εφηβικός
έφηβος
εφημερεύω
εφήμερη
εφημερία
εφημερίδα
εφημεριδοπώλης
εφημέριος
εφήμερο
εφήμερος
εφησυχάζομαι
εφησυχάζω
εφηύρα
έφθειρα
εφιάλτης
εφιαλτική
εφιαλτικό
εφιαλτικός
εφίδρωση
εφιδρωτικός
εφικτή
εφικτό
εφικτός
εφόδια
εφοδιάζομαι
εφοδιάζω
εφόδιο
έφοδος
εφοπλιστής
εφορία
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close