εύπλαστος
(προωθήθηκε από εύπλαστο)Αναζητήσεις σχετικές με εύπλαστο: πλάσιμο
Μεταφράσεις
εύπλαστος
('efplastos) αρσενικόεύπλαστη
('efplasti) θηλυκόεύπλαστο
malleablemalléable, plastique ('efplasto) ουδέτεροεπίθετο
1. που είναι μαλακός και ελαστικός εύπλαστη ζύμη
2. μεταφορικά που προσαρμόζεται εύκολα εύπλαστος χαρακτήρας
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.