εύστοχος
(προωθήθηκε από εύστοχο)Μεταφράσεις
εύστοχος
('efstoxos) αρσενικόεύστοχη
('efstoçi) θηλυκόεύστοχο
('efstoxo) ουδέτεροεπίθετο
1. που πετυχαίνει το στόχο του εύστοχο χτύπημα
2. μεταφορικά έξυπνος, αποτελεσματικός εύστοχη απάντηση
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.