Ζεματάω - ορισμός του ζεματάω από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b6%ce%b5%ce%bc%ce%b1%cf%84%ce%ac%cf%89
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
11.932.810.096
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Yahoo
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
ζεματάω
Μεταφράσεις
ζεματάω
(
zema'tao
)
ζεματίζω
(
zema'tizo
)
ρήμα
μεταβατικό (ρήμα)
βουτάζω ωμά τρόφιμα σε καυτό νερό
ébouillanter blanchir
ζεματάω
ρήμα
αμετάβατο (ρήμα)
είμαι καυτός
être bouillant/-ante être brûlant/-ante
Το νερό ζεματάει.
L'eau est bouillante.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
ζαρώνω
ζατρίκι
ζαφειρένιος
ζαφείρι
ζαφορά
ζαχάρη
ζάχαρη
ζάχαρη για γλασάρισμα
ζαχαριέρα
ζάχαρο
ζαχαροκάλαμο
ζαχαροπλαστείο
ζαχαροπλάστης
ζαχαροπλαστική
ζαχαροπλάστρια
ζαχαρότευτλο
ζαχαρώνω
ζαχαρωτά
ζαχαρωτό
ζέβρα
ζέβρος
ζελατίνα
ζελατίνη
ζελατινώδης
ζελέ
ζελέ μαλλιών
ζελές
ζεμανφουτισμός
ζεμανφουτίστας
ζεμανφουτιστικός
ζεματάω
ζεματίζω
ζεματιστή
ζεματιστό
ζεματιστός
ζεμπίλι
ζενίθ
ζεστά
ζεσταίνομαι
Ζεσταίνομαι πολύ
ζεσταίνω
ζέσταμα
ζεστασιά
ζεστή
ζέστη
ζεστό
ζεστός
ζετέ
ζευγάρι
ζευγάρωμα
ζευγαρωμένος
ζευγαρώνω
ζευγάς
ζεύγμα
ζεύγος
ζεύξη
Ζεύς
ζεύω
ζέφυρος
ζέω
ζηλευτός
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close