Ζεύγος - ορισμός του ζεύγος από το Δωρεάν Ηλεκτρονικό Λεξικό
https://el.thefreedictionary.com/%ce%b6%ce%b5%cf%8d%ce%b3%ce%bf%cf%82
Printer Friendly
Ελληνικό Λεξικό / Greek Dictionary
13.364.017.114
επισκέπτες που εξυπηρετούνται
Αναζήτηση /
Σελίδα με εργαλεία
TheFreeDictionary
Google
?
Keyboard
Word / Article
Starts with
Ends with
Text
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Share on Facebook
Twitter
Λάβετε την εφαρμογή μας
Κάρτες flash
?
Σελιδοδεικτών
?
+
Προσθήκη τρέχουσας σελίδας στη λίστα
Εγγράφω
Είσοδος
Είσοδος / Εγγράφω
Facebook
Twitter
Google
Share on Facebook
Λάβετε την
εφαρμογή
μας
Tools
A
A
A
A
γλώσσα
English
Español
Deutsch
Français
Italiano
العربية
中文简体
Polski
Português
Nederlands
Norsk
Ελληνική
Русский
Türkçe
אנגלית
Εφαρμογή για κινητό:
apple
android
Για χρήστες:
Πρόσθετο φυλλομετρητή
Η λέξη της ημέρας
Βοήθεια
Για διαχειριστές ιστοσελίδων:
Δωρεάν περιεχόμενο
Συνδέοντας
Κουτί έρευνας
Close
ζεύγος
Μεταφράσεις
ζεύγος
زَوَجٌ
pár
par
Paar
pair
par
pari
paire
par
paio
ひと組
한 쌍
paar
par
para
par
пара
par
คู่
çift
đôi
一对
זוג
(
'zevɣos
)
ουσιαστικό
ουδέτερο
λόγιο
ζευγάρι
paire
θηλυκό
couple
αρσενικό
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.
Πλοηγός λέξεων
?
▲
ζελέ
ζελέ μαλλιών
ζελές
ζεμανφουτισμός
ζεμανφουτίστας
ζεμανφουτιστικός
ζεματάω
ζεματίζω
ζεματιστή
ζεματιστό
ζεματιστός
ζεμπίλι
ζενίθ
ζεστά
ζεσταίνομαι
Ζεσταίνομαι πολύ
ζεσταίνω
ζέσταμα
ζεστασιά
ζεστή
ζέστη
ζεστό
ζεστός
ζετέ
ζευγάρι
ζευγάρωμα
ζευγαρωμένος
ζευγαρώνω
ζευγάς
ζεύγμα
ζεύγος
ζεύξη
Ζεύς
ζεύω
ζέφυρος
ζέω
ζηλευτός
ζηλεύω
ζήλια
ζηλιάρα
ζηλιάρης
ζηλιάρικο
ζήλος
ζηλόφθονος
ζηλωτής
ζημιά
ζημία
ζημιάρα
ζημιάρης
ζημιάρικο
ζημιές
ζημιογόνος
ζημιώνομαι
ζημιώνω
ζήτα
ζητάω
ζήτημα
ζήτηση
ζητητικός
ζητιάνα
ζητιανεύω
▼
Facebook Share
Twitter
CITE
Site:
Ακολουθούν:
Facebook
Twitter
Rss
Mail
Κοινοποιήστε:
Facebook
Twitter
LinkedIn
Mail
Open / Close