ζωγραφιστός
(προωθήθηκε από ζωγραφιστό)Μεταφράσεις
ζωγραφιστός
(zoɣrafi'stos) αρσενικόζωγραφιστή
(zoɣrafi'sti) θηλυκόζωγραφιστό
(zoɣrafi'sto) ουδέτεροεπίθετο
ζωγραφισμένος
καθόλου
καθόλου
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.