ηλεκτρίζομαι
Μεταφράσεις
ηλεκτρίζομαι
(ilek'trizome)ρήμα μεσοπαθητικό (ρήμα)
1. παίρνω στατικό ηλεκτρισμό Τα μαλλιά μου ηλεκτρίστηκαν.
2. μεταφορικά διεγείρομαι Η ατμόσφαιρα ηλεκτρίστηκε.
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.