ηλεκτρικός
Μεταφράσεις
ηλεκτρικός
(ilektri'kos) αρσενικόηλεκτρική
(ilektri'ci) θηλυκόηλεκτρικό
electricelektraélectriqueكَهْرَبائِيّelektrickýelektriskelektrischeléctrico, eléctricasähköinenelektričanelettrico電気の전기의elektrischelektriskelektrycznyelétricoэлектрическийelektriskเกี่ยวกับไฟฟ้าelektrikliđiện电的, 电气електрически電氣חשמל (ilektri'ko) ουδέτεροεπίθετο
1. που λειτουργεί με ηλεκτρισμό η ηλεκτρική καρέκλακιθάρα
2. σχετικός με τον ηλεκτρισμό ηλεκτρικό ρεύμα
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.