ημερήσιος
(προωθήθηκε από ημερήσιο)Μεταφράσεις
ημερήσιος
(ime'risios) αρσενικόημερήσια
(ime'risia) θηλυκόημερήσιο
ежедневникdaily, dayjournalierdiariotäglichdagelijkscodziennie每日每日denně매일dagligen (ime'risio) ουδέτεροεπίθετο
1. που διαρκεί μόνο μία μέρα ημερήσια εκδρομή
2. καθημερινός το ημερήσιο δρομολόγιο
Kernerman English Multilingual Dictionary © 2006-2013 K Dictionaries Ltd.